περιγραφεύς

περιγραφεύς
-έως, ὁ, Α
1. αυτός που περιγράφει, που σημειώνει κάτι ολόγυρα, που προσδιορίζει ή οριοθετεί κάτι
2. απατεώνας, παραχαράκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιγραφή + κατάλ. -εύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”